ἐννεάμηνα

ἐννεάμηνα
ἐννεάμηνος
of
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εννεάμηνος — και εννιάμηνος, η, ο (Α ἐννεάμηνος, ον) (για χρόνο) αυτός που περιλαμβάνει εννέα μήνες νεοελλ. 1. αυτός που διαρκεί εννέα μήνες («εννεάμηνη περιοδεία») 2. (ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εννεάμηνα ή εννιάμηνα μνημόσυνο που γίνεται εννέα μήνες από τον… …   Dictionary of Greek

  • (εν)νιάμηνος — (εν)νιάμηνος, η, ο και εννεάμηνος, η, ο 1. που έχει ηλικία ή διάρκεια εννέα μηνών: Εννιάμηνη φοίτηση. 2. το ουδ. πληθ. ως ουσ., (εν)νιάμηνα και εννεάμηνα το μνημόσυνο που γίνεται εννιά μήνες μετά το θάνατο κάποιου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”